κακομανώ

κακομανώ
κακομανῶ, -έω (Α)
μαίνομαι υπερβολικά, είμαι υπερβολικά εμμανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -μανῶ (< -μανής < μαίνομαι), πρβλ. ξενο-μανώ, χρυσο-μανώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • -μανώ — (AM μανῶ) β συνθετικό ρημάτων που σημαίνουν έντονη ενέργεια ή διάθεση για κάτι, από αρχ. και μετγν. σύνθετα σε μανής* (πρβλ. ξενομανώ < ξενομανής, θηλυμανώ < θηλυμανής).Σύνθετα σε μανώ: ερωτομανώ, λυσσομανώ αρχ. ανδρομανώ, ασελγομανώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”